Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὴν Κρήτην

См. также в других словарях:

  • κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …   Dictionary of Greek

  • PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σπάρτηνδε — Α επίρρ. προς την Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτην, αιτ. τής λ. Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κρήτην δε)] …   Dictionary of Greek

  • φθίηνδε — Α επίρρ. (με τοπ. σημ.) προς την Φθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία / Φθίη + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κρήτην δε)] …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάκης, Ιωάννης — (1885 – 1974). Έλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε τα στρατιωτικά μαθήματα στη Σχολή Ευελπίδων, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, στο Κέντρο Τακτικών Σπουδών Πυροβολικού και σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»